- εὐοίνιστος
- εὐοίν-ιστος, ον,A of good wine, ἐπιλοιβαί dub.l. in Orph.A.603.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευοίνιστος — εὐοίνιστος, ον (Α) αυτός που τελείται με καλό κρασί ή που παρασκευάζεται από καλό κρασί («εὐοινίστοις ἐπιλοιβαῑς» με σπονδές από καλό κρασί, Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οινίζω «μοιάζω με κρασί»] … Dictionary of Greek
εὐοινίστοις — εὐοίνιστος of good wine masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)